-
1 στερνο-σώματος
στερνο-σώματος, λοπάδος κύτος, Xenarch. bei Ath. II, 64 a, = κύτος στέρνου, von der Schüssel (Mein. vergleicht στερνοῠχος γῆ). wo man aber σ τεῤῥοσώματος ändern will.
-
2 στερνοσώματος
στερνο-σώματος, λοπάδος κύτος, = κύτος στέρνου, von der Schüssel
Перевод: с греческого на немецкий
с немецкого на греческий- С немецкого на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий